- ἀπακμάζω
- ἀπ-ακμάζω, verblühen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απακμάζω — ἀπακμάζω (Α) παρακμάζω, εξασθενώ … Dictionary of Greek
ἀπακμάζουσι — ἀπακμάζω go out of bloom pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπακμάζω go out of bloom pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek